- χρονομετρικός
- [хрономэтрикос]εκ. хронометрический,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χρονομετρικός — ή, ό* Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρονομετρία ή στο χρονόμετρο (α. «χρονομετρικά όργανα» β. «χρονομετρικές μέθοδοι»). επίρρ... χρονομετρικώς και χρονομετρικά Ν με χρονομετρικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρονομετρία. Το επίθ. μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek
χρονομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρονομετρία ή στο χρονόμετρο: Η μέτρηση του χρόνου γίνεται με τα τελειότερα χρονομετρικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)